νευροπαθολογικός, -ή

νευροπαθολογικός, -ή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευροπαθολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νευροπαθολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευροπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuropathologic < νευροπαθολογία + κατάλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γ. Καρυοφύλλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”